- λυρική ποίηση
- Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτη, γιατί εξωτερίκευση υποκειμενικών συναισθηματικών καταστάσεων, έστω και έμμεση, μπορεί να πραγματοποιείται και στα άλλα ποιητικά είδη· αντίστροφα, σε είδη της λ.π. (όπως η σάτιρα ή το επίγραμμα) μπορεί να κυριαρχεί το αντικειμενικό στοιχείο. Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν τον όρο (προερχόμενος από τη λύρα, έγχορδο μουσικό όργανο που συνόδευε τις απαγγελίες) και τις πρώτες υποδιαιρέσεις (ύμνοι προς τιμήν των θεών, εγκώμια για επιφανή πρόσωπα, επίνικοι για νικητές, επιθαλάμια για γάμους, παιάνες για τον Απόλλωνα, διθύραμβοι για τον Βάκχο κ.ά.). Οι πρώτοι αξιόλογοι λυρικοί ποιητές ήταν επίσης Έλληνες (ο Καλλίνος, ο Τυρταίος και αργότερα ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος, ο Καλλίμαχος κ.ά.). Η λατινική λ.π. δανείστηκε θέματα, μέτρα και μορφές ύφους από την ελληνική, ιδιαίτερα από την Αλεξανδρινή σχολή. Ενώ αρχικά απαρτιζόταν από άτεχνα θρησκευτικά ή επικά άσματα, εξελίχθηκε στη συνέχεια, μετά την εμφάνιση των νέων ποιητών του 1ου αι. π.Χ. Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών κατέχει ο Κάτουλλος, ενώ ακολούθησαν οι Οράτιος, Τίβουλλος, Προπέρτιος, Οβίδιος, ενώ τον 1o αι. μ.Χ. προστέθηκε σε αυτούς ο Στάτιος (Silvae)· τον 2o αι. μ.Χ., το ύφος των λυρικών ποιητών χαρακτηριζόταν από εκζήτηση. Μετά την πλήρη επικράτηση του χριστιανισμού, δημιουργήθηκε αξιόλογη θρησκευτική λ.π., με κύριο εκφραστή στο Βυζάντιο τον Ρωμανό τον Μελωδό. Η λατινική Δύση κατά την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο παρουσίασε χριστιανικούς ύμνους του αγίου Ιλαρίωνα του Πουατιέ, του αγίου Αμβροσίου του Προυντέντιο και του Βενάντσιο Φορτουνάτο (Pange lingua), με ορισμένα από τα έργα αυτά να επιβιώνουν στην εκκλησιαστική λειτουργία. Ενδεικτικά δείγματα λ.π. του 13ου αι. αποτελούν ο ύμνος Dies irae, που αποδίδεται στον Τομάζο ντα Τσελάνο, και ο ύμνος Stabat mater, που αποδίδεται στον Γιακοπόνε ντα Τόντι (με μη θρησκευτικά θέματα ασχολήθηκε κυρίως η ποίηση των πλανόδιων κληρικών-τραγουδιστών, των gotiars). Η λ.π. σε νεολατινική γλώσσα πρωτοεμφανίστηκε στην προβηγκιανή λογοτεχνία, στην οποία δημιουργήθηκαν νέες μετρικές μορφές και νέα ψυχολογικά μοτίβα, τα οποία επηρέασαν σχολές λ.π., όπως την ιταλική (σικελική σχολή κ.ά.) και τη γερμανική (Minnesanger ή τραγουδιστές της αγάπης). Στην Ιταλία, τον 14o αι. η λ.π. εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Δάντη, αλλά άγγιξε το απόγειο στο έργο του Πετράρχη. Αντίστοιχα, στην Αγγλία εμφανίστηκε ο Τζέφρι Τσόσερ τον 14ο αι. και στη Γαλλία ο Φρανσουά Βιγιόν, έναν αιώνα αργότερα. Στις εποχές που ακολούθησαν την Αναγέννηση, έκφραση λ.π. θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα σονέτα που άνθησαν στην Αγγλία του 17ου αι., με κυριότερους εκφραστές τον Τζον Ντον, τον Τζον Μίλτον και τον Τζον Ντράιντεν.
Ο ρομαντισμός ανέβασε σε υψηλό επίπεδο και έδωσε μεγάλο βάθος τόσο στις υποκειμενικές όσο και στις συναισθηματικές αξίες που συνδέονται με τη λ.π., σε μια προσπάθεια να τις αποκαθάρει προοδευτικά από τα λογικά και ρητορικά σχήματα. Έκτοτε, η νεότερη αισθητική σκέψη κατέληξε στην ταύτιση της έννοιας της λ.π. με την έννοια της ποίησης: η λ.π. δεν θεωρείται πια ένα είδος ανάμεσα στα άλλα, αλλά η βασική ιδιότητα της ποιητικής έκφρασης. Από αυτόν τον προσανατολισμό προέκυψαν δεδομένα που προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις στον χώρο της αισθητικής κατά τον 20ό αι. Μεγάλο μέρος της ποίησης των πρωτοποριακών κινημάτων θέλει να είναι αντιλυρική. Όσον αφορά την κριτική, υπάρχει επιστροφή από το ένα μέρος στην αξιολόγηση των ιδεολογικών στοιχείων της ποίησης και από το άλλο σε μια προσεκτική και αυστηρή αντικειμενική μελέτη των μορφών.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία εμφανίζονται δείγματα γνήσιας λ.π. στα δημοτικά τραγούδια (μοιρολόγια, τραγούδια του γάμου, της αγάπης κ.ά.). Προσωπική δημιουργία λυρικών εκφράσεων αποτέλεσαν τα κυπριακά ερωτικά τραγούδια του 16ου αι. και η μικρή συλλογή Άνθη Ευλαβείας (1708), που περιέχει ποιητικές ασκήσεις των μαθητών του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου της Βενετίας. Βασικά, πρόκειται για λόγια στιχουργήματα, τα οποία όμως διαθέτουν νεανική λυρική διάθεση και ευαισθησία. Η επίσημη είσοδος της προσωπικής λ.π. στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε έναν αιώνα αργότερα με τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, ο οποίος συνέθεσε συνειδητά λυρικά θέματα (ερωτικά και βακχικά, όπως ο ίδιος τα ονόμασε) σε μία ποιητική συλλογή με χαρακτηριστικό τίτλο (Λυρικά, 1811). Ο Σολωμός και ολόκληρη η Επτανησιακή σχολή, ο Παλαμάς και ολόκληρη η γενιά του 1880 αποτελούν γενικά κυρίως λυρικές εκδηλώσεις. Ακόμα και στην ελληνική ποίηση των τελευταίων ετών, όπου κατά κάποιον τρόπο εκδηλώθηκε μια τάση περιστολής της λυρικής έξαρσης (Γιώργος Σεφέρης, ή η ονομαζόμενη ουσιαστική ποίηση), εμφανίστηκαν νέες περιπτώσεις σημαντικών επιτευγμάτων της λ.π. (Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης κ.ά.). Η εντελώς ιδιόμορφη ποίηση του Κ.Π. Καφάβη, παρά τη λιτότητά της, εντάσσεται τελικώς στη λ.π. ως μια ανεπανάληπτη περίπτωση.
Ο περίφημος πίνακας του ζωγράφου Φαντέν-Λατούρ, που εικονίζει τους Γάλλους λυρικούς ποιητές της εποχής του και τιτλοφορείται «Μια γωνιά του τραπεζιού»· σε αυτόν απεικονίζονται με εξαιρετική επιτυχία ο Πολ Βερλέν και ο Ζαν-Αρτίρ Ρεμπό (οι δύο πρώτοι αριστερά) (Μουσείο Jeu de Paume, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.